Γερμανικά » Ελληνικά

I . mischen [ˈmɪʃən] VERB μεταβ (vermengen)

II . mischen [ˈmɪʃən] VERB αμετάβ (Karten)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский