Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „flinkes“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

flink [flɪŋk] ΕΠΊΘ

1. flink (geschickt):

2. flink (schnell):

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Der übrige Körperbau weist auf ein flinkes, bodenbewohnendes Tier hin.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский