Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Streikende Streikender“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Streikende(r) <-n, -n> SUBST mf

streiken [ˈʃtraɪkən] VERB αμετάβ

1. streiken (von Arbeitern):

2. streiken (von Maschine):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский