Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „Streikende Streikender“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά

(Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Streikende(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

gréviste αρσ θηλ

streiken [ˈʃtraɪkən] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. streiken χιουμ οικ (sich weigern, nicht funktionieren):

faire grève χιουμ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina