Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Ermächtigungsklausel“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Ermächtigungsklausel <-, -n> SUBST θηλ

Ermächtigungsklausel ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Ermächtigungsklausel" σε άλλες γλώσσες

"Ermächtigungsklausel" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский