Γερμανικά » Αγγλικά

Er·mäch·ti·gungs·klau·sel ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Ermächtigungsklausel

Ermächtigungsklausel ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο
Ermächtigungsklausel

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Ermächtigungsklausel" σε άλλες γλώσσες

"Ermächtigungsklausel" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文