Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Ankurblung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Ankurb(e)lung <-, -en> SUBST θηλ ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με Ankurblung

Ankurblung der Wirtschaft

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Ihm wurden große Übersicht, ein hervorragendes Stellungsspiel, unerbittliches Zweikampfverhalten und die Ankurblung der eigenen Offensive zugeschrieben.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Ankurblung" σε άλλες γλώσσες

"Ankurblung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский