Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για υγρόψυκτος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υγρόψυκτ|ος <-η, -ο> [iˈɣrɔpsiktɔs] ΕΠΊΘ

1. υγρόψυκτος (με κάποιο υγρό):

υγρόψυκτος

2. υγρόψυκτος (με νερό):

υγρόψυκτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский