Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „r.n.“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δισκόφρενο [ðisˈkɔfrɛnɔ] SUBST ουδ

δισκόφρενο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский