Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: effektiv , Effet , Effekt , effektvoll και Effekten

I . effektiv ΕΠΊΘ

1. effektiv (wirksam):

II . effektiv ΕΠΊΡΡ

2. effektiv (tatsächlich):

Effekten ΟΥΣ Pl ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ

effets αρσ πλ

Effekt <-[e]s, -e> ΟΥΣ αρσ

2. Effekt (besondere Wirkung):

Effet <-s, -s> [ɛˈfeː] ΟΥΣ αρσ o ουδ ΑΘΛ

effet αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina