Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „pfleglichem“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά

(Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

I . pfleglich [ˈpfleːklɪç] ΕΠΊΘ

II . pfleglich [ˈpfleːklɪç] ΕΠΊΡΡ

Παραδειγματικές φράσεις με pfleglichem

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Ein fein ausgeschliffenes Messer kann bei pfleglichem Umgang normalerweise mit feinen Abziehsteinen mit wenigen Zügen geschärft werden.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina