Γερμανικά » Γαλλικά

assoziiert ΕΠΊΘ

I . assoziieren* ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ

II . assoziieren* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με assoziiert

[mit] einer Organisation assoziiert sein

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "assoziiert" σε άλλες γλώσσες

"assoziiert" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina