Γερμανικά » Γαλλικά

Liebende(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

deux amants αρσ πλ

I . lieben [ˈliːbən] ΡΉΜΑ μεταβ

3. lieben (sexuellen Kontakt haben):

II . lieben [ˈliːbən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

ιδιωτισμοί:

was sich liebt, das neckt sich παροιμ

Βλέπε και: geliebt

I . liebend ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Liebende Liebender" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina