Γερμανικά » Γαλλικά

Geächtete(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

proscrit(e) αρσ (θηλ)

II . achten [ˈaxtən] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. achten (aufpassen):

2. achten (beachten):

3. achten (sehen auf):

ächten [ˈɛçtən] ΡΉΜΑ μεταβ

2. ächten ΙΣΤΟΡΊΑ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Αναζητήστε "Geächtete Geächteter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina