Γερμανικά » Γαλλικά

Bevorrechtigte(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΝΟΜ

privilégié(e) αρσ (θηλ)

bevorrechtigt [bəˈfoːɐrɛçtɪçt] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Bevorrechtigte Bevorrechtigter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina