Γερμανικά » Γαλλικά

Bevorrechtigte(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΝΟΜ

Bevorrechtigte(r)
privilégié(e) αρσ (θηλ)

bevorrechtigt [bəˈfoːɐrɛçtɪçt] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με bevorrechtigte

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Bevorrechtigte Verkehrsströme werden Hauptströme, wartepflichtige Verkehrsströme als Nebenstrom bezeichnet.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "bevorrechtigte" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina