Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „lic.“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

lic. CH

lic. συντομογραφία: Lizenziat

lic.

Βλέπε και: Lizenziat , Lizenziat

Li·zen·zi·at2(in) <-en, -en> [litsɛnˈtsi̯a:t] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΣΧΟΛ, ΘΡΗΣΚ

Li·zen·zi·at1 <-[e]s, -e> [litsɛnˈtsi̯a:t] ΟΥΣ ουδ ΣΧΟΛ, ΘΡΗΣΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文