Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „geifern“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

gei·fern [ˈgaifɐn] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. geifern (sabbern):

geifern
geifern
to slobber esp αμερικ

2. geifern μειωτ (Gehässigkeiten ausstoßen):

[gegen jdn/etw] geifern
[gegen jdn/etw] geifern
[gegen jdn/etw] geifern
to revile [or τυπικ vilify] [sb/sth]

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Gutgekleidete Grauköpfe ereiferten sich nicht nur, sie geiferten.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"geifern" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文