Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „dußlig“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . duss·lig, duß·ligπαλαιότ [ˈdʊslɪç] οικ ΕΠΊΘ

II . duss·lig, duß·ligπαλαιότ [ˈdʊslɪç] οικ ΕΠΊΡΡ

1. dusslig (dämlich):

to act stupidly [or οικ stupid]

2. dusslig (enorm viel):

to rake it in οικ

Βλέπε και: dumm

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Mit spitzzüngigen Lächerlichkeiten in Sachen dussliger Vorurteile.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文