Γερμανικά » Γαλλικά

II . wiegen1 <wog, gewogen> ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

I . wiegen2 ΡΉΜΑ μεταβ

2. wiegen (fein hacken):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina