Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: tolérant , tolérer και tolet

tolet [tɔlɛ] ΟΥΣ αρσ ΝΑΥΣ

Rudergabel θηλ
Dolle θηλ

I . tolérer [tɔleʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

3. tolérer ΙΑΤΡ:

II . tolérer [tɔleʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (se supporter)

tolérant(e) [tɔleʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina