Γαλλικά » Γερμανικά

I . tempérer [tɑ͂peʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. tempérer ΜΕΤΕΩΡ:

II . tempérer [tɑ͂peʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα τυπικ

tempéré(e) [tɑ͂peʀe] ΕΠΊΘ

1. tempéré a. ΜΕΤΕΩΡ:

2. tempéré ΜΟΥΣ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "tempérée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina