Γαλλικά » Γερμανικά

râblé(e) [ʀɑble] ΕΠΊΘ

râblé(e) personne
râblé(e) animal

râble [ʀɑbl] ΟΥΣ αρσ

ιδιωτισμοί:

tomber sur le râble à qn οικ

râble αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με râblé

râble de lapin à la moutarde ΜΑΓΕΙΡ
tomber sur le râble à qn οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Physiquement, c’est un homme petit et râblé au teint rougeaud.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "râblé" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina