Γαλλικά » Γερμανικά

préoccupant(e) [pʀeɔkypɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

préoccupant(e)

I . préoccuper [pʀeɔkype] ΡΉΜΑ μεταβ

2. préoccuper (absorber):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "préoccupant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina