Γαλλικά » Γερμανικά

I . nanti(e) [nɑ͂ti] ΕΠΊΘ

II . nanti(e) [nɑ͂ti] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

nanti(e)
Reiche(r) θηλ(αρσ)

I . nantir [nɑ͂tiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. nantir souvent μειωτ λογοτεχνικό:

II . nantir [nɑ͂tiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα τυπικ (se munir)

Παραδειγματικές φράσεις με nantis

les gens nantis

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina