Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „l'accaparent“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

accaparer [akapaʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με l'accaparent

les soucis l'accaparent

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Jusqu'en 1884, il abandonne, dès lors, les avant-postes de la recherche mathématique, mais d'autres domaines l'accaparent et il s'y consacre avec ardeur.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina