Γαλλικά » Γερμανικά

II . givrer [ʒivʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ, αυτοπ ρήμα

givre [ʒivʀ] ΟΥΣ αρσ

givré(e) [ʒivʀe] ΕΠΊΘ

2. givré οικ (fou):

einen Knall haben οικ

3. givré ΜΑΓΕΙΡ:

citron givré/orange givrée
Zitronen-/Orangensorbet ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με givrée

Zitronen-/Orangensorbet ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina