Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: réinsérer και interférer

II . réinsérer [ʀeɛ͂seʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

interférer [ɛ͂tɛʀfeʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. interférer (intervenir):

3. interférer ΦΥΣ:

interferieren ειδικ ορολ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina