Γαλλικά » Γερμανικά

endurci(e) [ɑ͂dyʀsi] ΕΠΊΘ

I . endurcir [ɑ͂dyʀsiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina