Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: effectif , effectivement , invective , directive , détective και effectuer

effectivement [efɛktivmɑ͂] ΕΠΊΡΡ

2. effectivement (réellement):

détective [detɛktiv] ΟΥΣ αρσ θηλ

Privatdetektiv(in) αρσ (θηλ)

invective [ɛ͂vɛktiv] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina