Γαλλικά » Γερμανικά

I . cultiver [kyltive] ΡΉΜΑ μεταβ

3. cultiver λογοτεχνικό (pratiquer):

pflegen τυπικ

Παραδειγματικές φράσεις με cultivée

vesce cultivée
steppe cultivée
laitue cultivée
Kopfsalat αρσ
Kulturform θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "cultivée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina