Γαλλικά » Γερμανικά

convulsé(e) [kɔ͂vylse] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με convulsés

traits convulsés par la peur

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina