Γαλλικά » Γερμανικά

convulsé(e) [kɔ͂vylse] ΕΠΊΘ

convulsé(e) visage

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Il est souvent représenté sous forme courroucée avec le visage convulsé de colère.
fr.wikipedia.org
Il n'a convulsé à aucun moment.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "convulsé" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina