Γαλλικά » Γερμανικά

battante [batɑ͂t] ΟΥΣ θηλ

battante
Kämpfernatur θηλ

battant [batɑ͂] ΟΥΣ αρσ

1. battant:

Kämpfernatur θηλ

2. battant:

Klöppel αρσ

ιδιωτισμοί:

Flügel αρσ
Flügeltür θηλ

battant(e) [batɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

attrape-battant (Glocke) αρσ ΜΗΧΑΝΙΚΉ
Klöppelfänger αρσ A

Παραδειγματικές φράσεις με battante

porte battante

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "battante" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina