Γαλλικά » Γερμανικά

approprié(e) [apʀɔpʀije] ΕΠΊΘ

I . approprier1 [apʀɔpʀije] ΡΉΜΑ μεταβ

einer S. δοτ anpassen

approprier2 [apʀɔpʀije] ΡΉΜΑ μεταβ Βέλγ (nettoyer)

Παραδειγματικές φράσεις με appropriée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "appropriée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina