I.write [βρετ rʌɪt, αμερικ raɪt] ΟΥΣ Η/Υ
II.write <παρελθ wrote αρχαϊκ writ, μετ παρακειμ written αρχαϊκ writ> [βρετ rʌɪt, αμερικ raɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. write (put down on paper):
- I wrote home
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.