I.wet [βρετ wɛt, αμερικ wɛt] ΕΠΊΘ
1. wet (damp):
2. wet (freshly applied):
3. wet (rainy):
4. wet βρετ μειωτ:
6. wet (where alcohol is sold) οικ:
II.wet [βρετ wɛt, αμερικ wɛt] ΟΥΣ
1. wet (dampness):
- umidità θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.