I.shoot [βρετ ʃuːt, αμερικ ʃut] ΟΥΣ
2. shoot βρετ (in hunting):
II.shoot [βρετ ʃuːt, αμερικ ʃut] ΕΠΙΦΏΝ αμερικ οικ
III.shoot <παρελθ/μετ παρακειμ shot> [βρετ ʃuːt, αμερικ ʃut] ΡΉΜΑ μεταβ
1. shoot (fire):
2. shoot:
- sparare a
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.