I.peg [βρετ pɛɡ, αμερικ pɛɡ] ΟΥΣ
II.peg <forma in -ing pegging, παρελθ, μετ παρακειμ pegged> [βρετ pɛɡ, αμερικ pɛɡ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. peg:
2. peg wood:
- incavigliare (to a; together insieme)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.