I.cassintegrato (-a) [kas·sin·te·ˈgra:·to] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- cassintegrato (-a)
- laid-off worker
II.cassintegrato (-a) [kas·sin·te·ˈgra:·to] ΕΠΊΘ
- cassintegrato (-a)
- laid-off
- laid-off worker
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.