I.dump [βρετ dʌmp, αμερικ dəmp] ΟΥΣ
II.dump [βρετ dʌmp, αμερικ dəmp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dump:
2. dump (sell):
3. dump (get rid of) οικ:
III.dump [βρετ dʌmp, αμερικ dəmp] ΟΥΣ (low spirits)
- depressione θηλ
- avvilimento αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.