denial [βρετ dɪˈnʌɪ(ə)l, αμερικ dəˈnaɪəl] ΟΥΣ
1. denial:
- denial (of accusation, rumour)
- smentita θηλ
- diniego αρσ
- ripudio αρσ
- rifiuto αρσ
- rifiuto αρσ
- rigetto αρσ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.