I.phony [αμερικ ˈfoʊni, βρετ ˈfəʊni], phoney ΕΠΊΘ <phonier, phoniest> οικ, μειωτ
phony name/address:
II.phony [αμερικ ˈfoʊni, βρετ ˈfəʊni], phoney ΟΥΣ <pl phonies or phoneys> οικ, μειωτ
1. phony (person):
2. phony (thing):
- falsificación θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.