I.bomb [αμερικ bɑm, βρετ bɒm] ΟΥΣ
1.1. bomb ΣΤΡΑΤ (explosive device):
- bomba θηλ
II.bomb [αμερικ bɑm, βρετ bɒm] ΡΉΜΑ μεταβ
1.1. bomb (from air):
III.bomb [αμερικ bɑm, βρετ bɒm] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ
1. bomb (flop):
- estrellarse οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.