I.escort ΟΥΣ [αμερικ ˈɛsˌkɔrt, βρετ ˈɛskɔːt]
1.1. escort (accompanying group, guard):
- escolta θηλ
1.2. escort (ships, planes):
- escolta θηλ
2.1. escort (companion):
- acompañante αρσ θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.