I.bust2 <παρελθ & μετ παρακειμ busted or βρετ also bust> [αμερικ bəst, βρετ bʌst] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bust (break) οικ:
2. bust < παρελθ & μετ παρακειμ busted> (raid) αργκ:
- agarrar οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.