Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „worn-down“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

worn ˈdown ΕΠΊΘ κατηγορ, ˈworn-down ΕΠΊΘ προσδιορ

2. worn down (exhausted):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文