Αγγλικά » Γερμανικά

II . pig·gy·back ΡΉΜΑ αμετάβ

1. piggyback (carry):

2. piggyback (profit from):

sich αιτ bei etw δοτ einklinken

piggyback ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ

Ειδικό λεξιλόγιο

ˈpig·gy·back ride ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

little Gemma loves piggybacks

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文