Αγγλικά » Γερμανικά

ˈlead-up ΟΥΣ

1. lead-up (that which precedes):

lead-up to
Einleitung θηλ zu +δοτ

2. lead-up (time preceding):

lead-up
Vorfeld ουδ μτφ
in the lead-up to the revolution, ...

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

in the lead-up to the revolution, ...

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "lead-up" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文