Αγγλικά » Γερμανικά

err·ing [ˈɜ:rɪŋ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ

erring
erring
fehlend απαρχ

err [ɜ:ʳ, αμερικ ɜ:r] ΡΉΜΑ αμετάβ

ιδιωτισμοί:

to err is human παροιμ
Irren ist menschlich παροιμ
to err is human to forgive divine παροιμ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "erring" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文